δογματοποιία

δογματοποιία
δογματοποιίᾱ , δογματοποιία
maintenance of
fem nom/voc/acc dual
δογματοποιίᾱ , δογματοποιία
maintenance of
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δογματοποιία — δογματοποιία, η (Α) 1. διδασκαλία δογμάτων, φιλοσοφικών αξιωμάτων 2. διδασκαλία εκκλησιαστικών δογμάτων …   Dictionary of Greek

  • δογματοποιίας — δογματοποιίᾱς , δογματοποιία maintenance of fem acc pl δογματοποιίᾱς , δογματοποιία maintenance of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δογματοποιίαι — δογματοποιίᾱͅ , δογματοποιία maintenance of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δογματοποιίαν — δογματοποιίᾱν , δογματοποιία maintenance of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”